πτεροβάμων

πτεροβάμων
πτερο-βάμων [ᾱ], ονος, , ,
A moving on wings,

κύμβαι Emp.20.7

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πτεροβάμων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που κινείται με φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • πτεροβάμοσι — πτεροβάμων moving on wings masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”